- ευπάρθενος
- εὐπάρθενος, -ον (Α)1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.)3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει-πάρθενος, καλλι-πάρ-θενος].
Dictionary of Greek. 2013.